Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Καλημέρα σε όλους.
Good morning everybody.
Καλημέρα.
Good afternoon.
Καλησπέρα
good evening
καλλιέργεια
crop
καλλιεργητές
growers
καλλιεργητής πατάτας
potato farmer
καλλιεργώ
grow
καλλιεργώ
cultivate
καλλιτέχνες
artists
καλλιτέχνης
artist
καλόγρια
nun
καλοκάγαθος
benevolent
καλοκαίρι
summer
καλοκαίρια
summers
καλοκαιρινές διακοπές
summer holidays
καλός
good
καλοσυνάτος
well-behaved
καλοσύνη
kindness
καλούπι
die
καλούπι
mold
καλπάζοντας
galloped
κάλτσα
sock
κάλυμμα
cover
κάλυμμα αποχέτευσης
sewer cover
Καλύμματα iPad
iPad covers
καλύπτει
covers
καλύτερα
better
Καλύτερα ένα μικρό αφεντικό παρά ένας μεγάλος υπηρέτης.
Better a small boss than a big servant.
καλύτερα να είσαι ασφαλής παρά να μετανιώνεις
better safe than sorry
Καλύτερα να πας να του μιλήσεις αυτοπροσώπως.
You had better go and speak to him in person.
καλύτερος
best (long form)
καλύψου τον εαυτό σου
cover yourself
Καλύψτε τα μάτια σας.
Cover your eyes.
καλώ πάλι
encore
Καλώς ήρθατε στην Ιαπωνία.
Welcome to Japan.
Καλώς ήρθατε στην ταπεινή μου κατοικία.
Welcome to my humble abode.