Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Κάνει παγωνιά.
It’s freezing cold.
κάνει στον εαυτό του ερωτήσεις
asks oneself questions
κανείς
nobody
Κανείς άλλος δεν εμφανίστηκε.
Nobody else showed up.
Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να είναι τόσο ευαίσθητος από μια αληθινή πριγκίπισσα.
No one else could be so sensitive than a true princess.
Κανείς δεν είναι σπίτι.
No one’s home.
Κανείς δεν εμπιστεύεται αυτόν τον υποκριτή.
Nobody trusts that hypocrite.
Κανείς δεν ζει για πάντα.
Nobody lives forever.
Κανείς δεν ήταν παρών στη συνάντηση.
No one was present at the meeting.
Κανείς δεν θα μάθει.
Nobody will know.
Κανείς δεν κάθεται μπροστά.
No one sits in the front.
Κανείς δεν κουνήθηκε.
Nobody moved.
Κανείς δεν με κατάλαβε.
Nobody understood me.
Κανείς δεν με παίρνει στα σοβαρά.
No one takes me seriously.
Κανείς δεν μου δίδαξε ποτέ κάτι τέτοιο.
No one ever taught me something like that.
Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.
Nobody can answer this question.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί.
Nobody can foresee what’ll happen.
Κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα.
No one can have it all.
Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι υπεύθυνος.
No one knows who’s responsible.
Κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσουν.
No one knows how long they’ll live.
Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί ο Τομ.
No one knows how Tom got there.
Κανείς δεν πρόκειται να το πιστέψει αυτό.
Nobody’s going to believe this.
Κανείς δεν της είχε αγοράσει τίποτα όλη μέρα, ούτε κανείς της είχε δώσει έστω και μια δεκάρα.
No one had bought any from her the whole day, nor had anyone given her even a penny.
Κανείς δεν τον έχει πάρει τηλέφωνο.
No one has phoned him.
Κανείς δεν τραυματίστηκε.
Nobody was injured.
Κανείς δεν φοράει πια κοσμήματα.
No one wears jewellery anymore.
κανένα όφελος
no benefit
κανένας
none
κανένας λόγος καθυστέρησης
no reason to delay
κανό
canoeing
κανόνας
canon
κανόνες
rules
κανόνι
cannon
κανόνι νερού
water cannon
κανόνια
cannons
κανονίζω
arrange