Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Κάθε φορά που έρχεται εδώ, παραγγέλνει το ίδιο πιάτο.
Every time he comes here, he orders the same dish.
Κάθε φορά που σε σκέφτομαι, ευχαριστώ τον Θεό.
Whenever I think of you, I thank God.
Κάθε φορά τρώει πάρα πολύ.
Each time he eats too much.
κάθε χρόνο
every year
Κάθε χρόνο βοηθάμε πολλούς πολίτες να συμπληρώσουν τις φορολογικές τους δηλώσεις.
Every year we help many citizens to complete their tax returns.
κάθε ώρα
every hour
Κάθε ώρα μετράει.
Every hour counts.
καθεδρικός ναός
cathedral
καθέκαστα
details
καθένας
everyone
καθηγητής φυσικής
physics teacher
καθήκοντα
duties
καθημερινά
daily
καθιερωμένος
established
καθίζω
sit
καθίσαμε
we sat down
Καθίσαμε κάτω από το στέγαστρο.
We sat under the canopy.
Καθίσαμε σε απόλυτη σιωπή.
We sat in total silence.
κάθισε
sat down
Κάθισε ακριβώς πίσω μου.
Sit right behind me.
Κάθισε σε ένα σκαλί από το πλατύσκαλο στην αυλή.
She sat down on a step from the landing in the courtyard.
Κάθισε στον πάγκο.
She sat on the bench.
κάθισμα
seat
καθίσματα
squats
καθιστικό
living room
καθιστικό
sitting area
κάθομαι
sat
καθορίζω
determine
καθορισμένο
specified
καθορισμένος
appointed
καθρέπτης
mirror
καθυστερήσεις
delays
καθυστέρηση
delay
καθυστερήστε το
delay it
Καθώς ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στον αέρα, το άσχημο παπάκι ένιωθε υπέροχα κουρασμένο.
As they climbed higher and higher in the air, the ugly little duckling felt wonderfully weary
καθώς περνούσαν οι μέρες
as the days passed