Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - π

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Πήγαμε μαζί για ψώνια.
We went shopping together.
Πήγαμε στο πάρκο για να παίξουμε μπέιζμπολ.
We went to the park to play baseball.
πήγαν
they went
Πήγαν εκεί με το ποδήλατο και πήραν το τρένο της επιστροφής.
They cycled there and took the train back.
Πήγατε όλοι μαζί για ψώνια;
Did you all go shopping together?
πήγε
went (singular)
Πήγε για ψώνια.
She went shopping.
Πήγε εκεί αυτοπροσώπως.
He went there in person.
Πήγε μαζί της.
He went with her.
Πήγε στο μαγαζί της.
She went to her shop.
πηγές
sources
πηγούνι
chin
πήδημα
leap
πήδηξαν
they jumped
πήδηξε
jumped
Πηδούσε από ενθουσιασμό.
She jumped about in excitement.
πήρα
got
πήρα
I took
Πήρα την εκδίκησή μου.
I took my revenge.
πήρε
he took
πήρε
took
Πήρε διαζύγιο πέρυσι.
She got divorced last year.
Πήρε ένα κομμάτι κιμωλίας και έγραψε στον πίνακα.
He took a piece of chalk and wrote on the board.
Πήρε το μολύβι και άρχισε να γράφει.
She took the pencil and started writing.
πήρε χρόνο
took time
πιάνο
piano
πιασμένος
caught
πιασμένος
gripped
Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω με τα κλεμμένα.
He was caught red-handed with the stolen goods.
πιάτα
dishes
πιάτα
crockery
πιάτο
dish
Πιβς το Πολτεργκάιστ
Peeves the Poltergeist
πίδακας
jet
πιέζω
calender
Πιες ένα ποτό και θα νιώσεις καλύτερα.
Have a drink, and you’ll feel better.