Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - π

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Περιμένει παιδί.
She is expecting a child.
Περιμένει τον όμορφο, ξανθό πρίγκιπα.
She’s waiting for the handsome, blond prince.
Περιμένεις κανέναν;
Are you expecting anybody?
Περιμένετε
wait
περιμένουμε
we wait
Περιμένουν.
They’re waiting.
Περιμένω μια συμφωνία.
I am awaiting an agreement.
περιοδεία
tour
περιοδικό
magazine
περίοδος
period
περιορίζω
reduce
περιορισμοί
restrictions
περιοριστικός
restrictive
περιουσία
estate
περιοχές
regions
περιοχές
areas
περιοχή
region
περιοχή της καρδιάς
area of the heart
περιπατητής
stroller
περιπατητής
walker
περιπέτεια
adventure
περιπλάνηση
wandering
περιπλανιέμαι
wander
περιπλανιέμαι
roam around
περίπλοκος
complicated
περίπου
approximately
περίπου αυτή την εποχή
about this time
περίπου είκοσι λεπτά για να ολοκληρωθεί
about twenty minutes to complete
Περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποφέρουν από την πείνα και τη φτώχεια.
About a billion people suffer from hunger and poverty.
περίπτερο
pavilion
περίπτερο
kiosk
περίπτερο εφημερίδων
news stand
περίπτερο με φρούτα
fruit stand
περίπτωση
case
περισπασμός
distraction
περισσότερα από 200 μέτρα σε ευθεία γραμμή από το ποτάμι
more than 200 meters as the crow flies from the river