Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - α

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Απόλαυσε τη νεότητά σου όσο διαρκεί.
Enjoy your youth while it lasts.
απόλαυση
delight
Απολαύστε το καλοκαίρι σας.
Enjoy your summer.
απολαυστικός
enjoyable
απολίθωμα
fossil
Απολύθηκε.
He was sacked.
απόλυση
dismissal
απόλυτος
absolute
απολύτως
absolutely
απολύω
dismiss
απομακρύνομαι
move away
απομίμηση
fake
απομονωμένος
isolated
αποξηραμένα
dried
απόπειρα
attempted
απόπλους
sailing
απορρίπτουμε
we reject
απορρίφθηκε
rejected
απορρίφθηκε
dismissed
απορρίφθηκε
denied
απορρίψεις
rejections
απόρριψη
rejection
απορρόφηση
absorption
απορρόφηση
absorbing
απορροφητήρας
cooker hood
αποσκευές
luggage
αποσπούμε την προσοχή μας
distract ourselves
αποσπώ
distract
αποσπών
extractor
αποσταγμένο
distilled
απόσταση
distance
απόσταση παρακολούθησης
following distance
Αποστέλλετε στο εξωτερικό;
Do you ship overseas?
αποστολές
shipments
αποστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
emailings
αποστολή
shipping