Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - α

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
αρραβωνιαστικός
fiancé
άρρωστος
sick
αρσενική πάπια
drake
αρσενικό
arsenic
αρσενικός
male
άρση
lifting
άρση βαρών
weight lifting
αρτοποιείο
bakery
αρτοποιός
baker
αρτοσκευάσματα
pastries
αρχαιολογικός
archaeological
αρχαίος
ancient
αρχαιρεσίες
elections
αρχέγονη κραυγή
primal scream
αρχεία
files
αρχεία zip
zip files
αρχείο
archive
αρχείο
file
αρχειοθέτηση
filing
αρχές
authorities
αρχή
beginning
αρχή
principle
αρχή
start
αρχή της ισότητας
principle of equality
αρχηγός ομάδας
team leader
αρχίζω
begin
αρχικά
initially
αρχικά
originally
αρχικός
initial
Άρχισαν να φιλιούνται άγρια.
They started kissing wildly.
Άρχισε να βρέχει γύρω στα μεσάνυχτα.
It started raining around midnight.
Άρχισε να κλαίει από θυμό.
She began raving with anger.
Άρχισε να φοράει τουρμπάνι.
He started wearing a turban.
αρχιτέκτονες
architects
αρχιτεκτονική
architecture
αρχιτέκτων
architect