Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - α

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
αποθαρρημένος
discouraged
αποθαρρυμένος
dejected
αποθαρρύνει
discourages
αποθαρρύνω
discourage
απόθεμα
backlog
αποθέματα
stocks
αποθηκευμένο
saved
αποθήκευσέ το
save it
αποθήκευση
storage
Αποθήκευση του αριθμού του κινητού μου.
Save my mobile number.
Αποθηκεύστε το στον εξωτερικό σκληρό δίσκο.
Save it on the external hard drive.
αποθήκη
bin
αποθήκη
warehouse
άποικοι
settlers
αποκάλυψε
revealed
αποκαλύψεις
revelations
αποκατάσταση
restoration
αποκεφαλισμένος
decapitated
Αποκλείεται
no way
αποκλεισμός
blockade
Αποκοιμηθήκαμε.
We fell asleep.
απόκομμα
cutout
απόκομμα
clipping
απόκομμα εφημερίδας
newspaper clipping
αποκόμματα
stubs
αποκοπή και επικόλληση
cut and paste
αποκορύφωμα
highlight
απόκρυψη
hiding
απόκρυψη
concealment
απόκτηση
acquisition
απόκτηση γλώσσας
language acquisition
Αποκτήστε τα όσο μπορείτε.
Get them while you can.
αποκτώ
obtain
απολαμβάνω
enjoy
απόλαυσα
enjoyed
Απόλαυσε τη ζωή όσο μπορείς.
Enjoy life while you can.