Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
έχασαν
they lost
Έχασαν τη μάχη.
They lost the battle.
Έχασε την ορμή του.
He lost his momentum.
έχασες
you lost
έχει
it has
έχει
has
Έχει αλλάξει τη διεύθυνσή του.
He has changed his address.
Έχει ατιμάσει την οικογένεια.
He has dishonoured the family.
Έχει αχρωματοψία.
He is colour blind.
Έχει βάσιμο λόγο να απουσιάζει.
She has a valid reason to be absent.
Έχει γένια.
He has a beard.
έχει γίνει
has become
Έχει δίκιο τελικά.
She is right after all.
Έχει δυνατά χέρια.
He has powerful arms.
Έχει δύο καταδίκες.
He has two convictions.
Έχει δύο παιδιά.
She has two children.
Έχει δύο παιδιά.
He has two children.
Έχει εμπειρία στη λειτουργία διαφόρων επιχειρήσεων.
He has experience in the operation of various businesses.
Έχει ένα ξένο αυτοκίνητο.
He has a foreign car.
Έχει ένα όπλο.
He has a gun.
Έχει ένα πλατύ γέλιο.
He has a hearty laugh.
Έχει ένα σκύλο.
He has a dog.
Έχει ένα σπίτι.
She has a house.
Έχει ένα τατουάζ.
She has a tattoo.
έχει ενταχθεί
has joined
Έχει ήδη δοκιμάσει πέντε διαφορετικά συμπληρώματα για την ανάπτυξη των μαλλιών, χωρίς αποτέλεσμα.
He already tried five different hair-growing supplements to no avail.
Έχει ίσια μαλλιά.
She has straight hair.
Έχει κανείς κάποια ερώτηση;
Anyone have a question?
Έχει κι ένα μήλο.
He also has an apple.
Έχει κοντά μαλλιά.
She has short hair.
Έχει μακριά μαλλιά.
He has long hair.
Έχει μεγάλα αυτιά.
He has big ears.
Έχει μια δημιουργική ικανότητα που είναι αξιοθαύμαστη.
He has a creative capacity that is admirable.
Έχει μια ουλή.
She has a scar.
Έχει μια παχουλή γάτα.
She has a chubby cat.
Έχει μόνο πυρετό, αλλά άσχημο.
She only has a fever, but bad.