Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Έχουμε μια κατανόηση.
We have an understanding.
Έχουμε μια σπουδαία ευκαιρία.
We have a great opportunity.
Έχουμε πέντε γάτες.
We’ve got five cats.
Έχουμε προγραμματίσει έκτακτη συνάντηση.
We have scheduled an emergency meeting.
Έχουμε συμβουλευτεί ειδικούς.
We’ve consulted with experts.
Έχουμε σχεδόν τελειώσει.
We’ve almost finished.
Έχουμε τρία λεπτά.
We have three minutes.
Έχουμε χάσει πολλούς πελάτες.
We’ve lost a lot of customers.
έχουν
they have
Έχουν αναφερθεί αρκετές διακοπές ρεύματος.
There have been reports of several power outages.
Έχουν αναφερθεί πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου.
Many prisoners of war have been reported.
Έχουν ένα μήλο.
They have an apple.
Έχουν έναν γιο.
They have a son.
Έχουν ήδη ένα.
They already have one.
Έχουν ήδη εξεταστεί 15 δείγματα.
15 samples have already been examined.
Έχουν ήδη φάει.
They’ve already eaten.
Έχουν μια χελώνα.
They have a tortoise.
έχουν υπάρξει
there have been
Έχουν χαθεί.
They’ve got lost.
έχτισαν
they built
έχω
have (1st person singular)
έχω
I have
Έχω ακόμα ένα χρέος να ξεπληρώσω.
I still have a debt to settle.
Έχω αλλεργία στη γύρη.
I am allergic to pollen.
Έχω αλλεργική αντίδραση.
I am having an allergic reaction.
Έχω άλλη μια αδερφή.
I have another sister.
Έχω αναγκαστεί να απολύσω κάποιον αρκετές φορές στην καριέρα μου.
I’ve had to fire someone several times in my career.
Έχω ατιμάσει την οικογένειά μου.
I have dishonoured my family.
Έχω αυτοκίνητο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το χρησιμοποιώ.
I have a car, but I almost never use it.
Έχω βήχα.
I have a cough.
Έχω δει αυτήν την ταινία.
I have seen that film.
Έχω δεκατρείς υπαλλήλους.
I have thirteen employees.
Έχω διπλό πηγούνι.
I have a double chin.
Έχω ένα βιβλίο.
I have a book.
Έχω ένα επείγον θέμα να συζητήσω μαζί σας.
I have an urgent matter to discuss with you.
Έχω ένα σκύλο.
I have a dog.