Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
εταιρεία ακινήτων
real estate company
εταιρείες
companies
εταιρικά περιουσιακά στοιχεία
company assets
εταιρική ζωή
corporate life
εταίρος
partner
ετεροθαλής αδελφή
stepsister
ετεροθαλής αδελφή
half sister
ετεροθαλής αδελφός
stepbrother
ετήσια έκθεση
annual report
ετήσιοι λογαριασμοί
annual accounts
ετήσιος
annual
ετησίως
annually
ετοιμάζω
brew
Ετοιμάζω.
Get ready.
ετοιμασίες
arrangements
έτοιμος
ready
έτοιμος
prepared
ετοιμότητα
readiness
έτος
year
Έτρεμε από ενθουσιασμό.
She trembled with excitement.
έτρεξα
I ran
έτρεξαν
they ran
έτρεξε
ran
έτρεξε
he ran
έτρεξε δίπλα
ran by
Έτρεξε έξαλλα όταν άκουσε ότι η πτήση της ακυρώθηκε.
She went berserk when she heard that her flight was canceled.
έτρεξες
you ran
Έτρεχε μέσα από χωράφια και βοσκοτόπια, αλλά υπήρχε μια τόσο σφοδρή καταιγίδα που δυσκολευόταν να σταθεί στα πόδια του.
It ran across fields and pastures; but there was such a violent storm that had trouble standing on its feet.
έτσι
so
Έτσι έφτασε στο μεγάλο βάλτο, όπου ζούσαν οι αγριόπαπιες.
That’s how it arrived at the great swamp, where the wild ducks lived.
Έτσι ήταν την πρώτη μέρα, και αργότερα χειροτέρευε όλο και περισσότερο.
It went like that the first day, and later it got worse and worse.
Έτσι τώρα το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλητο, τα πόδια της ήταν πλέον κόκκινα και μπλε από το κρύο.
So now the little girl was walking barefoot, her feet were now red and blue from the cold.
ετυμηγορία
verdict
ευαίσθητος
sensitive
ευαίσθητος
emotional
ευαίσθητος
susceptible