Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
επώνυμο
last name
ερασιτέχνες
amateurs
έργα
projects
εργάζεσαι
you work
εργάζεται
he works
Εργάζεται ακόμα ως μπάρμαν.
She still works as a bartender.
Εργάζομαι στο προξενείο.
I work at the consulate.
εργαζόμαστε
we work
εργαζόμενος
working
εργάζονται
they work
εργαλεία
tools
εργαλείο
tool
εργασία
labour
εργασία
employment
εργασία
work (noun)
εργασιακό περιβάλλον
working environment
εργασίες
tasks
εργάστηκε
worked
Εργάστηκε σκληρά για να τηρήσει την προθεσμία.
He worked hard to meet the deadline.
εργαστήρια
workshops
εργαστήριο
laboratory
εργάτες
workers
εργάτης
worker
εργάτης εργοστασίου
factory worker
εργάτης σωλήνων
plumber
εργατικό δυναμικό
workforce
εργατικός
hard-working
έργο
task
έργο τέχνης
artwork
εργοστάσιο
factory
εργοστάσιο
works
εργοστάσιο σοκολάτας
chocolate factory
εργοτάξιο
construction site
έρεε
flowed
ερεθισμένος
excited
ερείκη
heather