Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - ό

1 (1) 2 (1) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1519) Β (253) Γ (386) Δ (828) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1723) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Ο Τομ απρόθυμα έδωσε στη Μαίρη αυτό που ζήτησε.
Tom reluctantly gave Mary what she asked for.
Ο Τομ άργησε.
Tom is late.
Ο Τομ αρνείται να φάει ή να πιει οτιδήποτε.
Tom refuses to eat or drink anything.
Ο Τομ άρχισε να τρώει.
Tom started to eat.
Ο Τομ αυτοκτόνησε.
Tom took his own life.
Ο Τομ βγάζει περισσότερα χρήματα από τους γονείς του.
Tom makes more money than his parents.
Ο Τομ βοηθάει τη Μαίρη.
Tom helps Mary.
Ο Τομ βοηθάει τους γονείς του κάθε μέρα.
Tom helps his parents every day.
Ο Τομ βρέθηκε σε μια δύσκολη θέση.
Tom found himself in a difficult situation.
Ο Τομ βρήκε το τηλέφωνό του.
Tom found his phone.
Ο Τομ γεννήθηκε τρεις μήνες μετά τη Μαίρη.
Tom was born three months after Mary.
Ο Τομ γράφει υπέροχα.
Tom writes beautifully.
Ο Τομ γύρισε σπίτι πολύ μεθυσμένος.
Tom came home very drunk.
Ο Τομ δαγκώθηκε.
Tom got bit.
Ο Τομ δεν βλέπει τηλεόραση.
Tom doesn’t watch TV.
Ο Τομ δεν βοηθάει ποτέ στην κουζίνα.
Tom never helps in the kitchen.
Ο Τομ δεν είναι εκεί.
Tom isn’t there.
Ο Τομ δεν είναι και πολύ γενναιόδωρος.
Tom isn’t very generous.
Ο Τομ δεν είναι πια ο σοφέρ της Μαίρης.
Tom isn’t Mary’s chauffeur anymore.
Ο Τομ δεν είναι σαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας του.
Tom isn’t like other boys his age.
Ο Τομ δεν είναι τόσο χοντρός όσο εγώ.
Tom isn’t as fat as I am.
Ο Τομ δεν είχε μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο.
Tom had never stayed in a hotel before.
Ο Τομ δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα.
Tom barely ate anything.
Ο Τομ δεν έφαγε τίποτα.
Tom didn’t eat anything.
Ο Τομ δεν έχει ακόμη ανακτήσει τις αισθήσεις του.
Tom still hasn’t regained consciousness.
Ο Τομ δεν έχει καμία εξουσία.
Tom has no authority.
Ο Τομ δεν έχει ποτέ μαζί του μολύβι.
Tom never has a pencil with him.
Ο Τομ δεν έχει πουθενά να πάει.
Tom has nowhere to go.
Ο Τομ δεν έχει τίποτα κοινό με εμάς.
Tom has nothing in common with us.
Ο Τομ δεν έχει τίποτα να φάει.
Tom has nothing to eat.
Ο Τομ δεν έχει φάει αρκετά.
Tom hasn’t eaten enough.
Ο Τομ δεν έχει φάει.
Tom hasn’t eaten.
Ο Τομ δεν ήταν ικανοποιημένος με την απάντηση της Μαίρης.
Tom wasn’t satisfied with Mary’s answer.
Ο Τομ δεν θα έχει αντίρρηση.
Tom won’t mind.
Ο Τομ δεν θα με άφηνε ποτέ να το κάνω αυτό.
Tom would never let me do that.
Ο Τομ δεν θα με αφήσει ποτέ να το κάνω αυτό.
Tom will never let me do that.