Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - σ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
σφάζω
butcher
σφαίρα
bullet
σφαίρα
sphere
σφαίρα
globe
σφαίρες
spheres
σφάλμα
fault
σφάλμα εκτίμησης
estimation error
σφάλματα μέτρησης
measurement errors
σφάλματα χρήστη
user errors
σφεντάμι
maple
σφήκες
wasps
σφήνα
wedge
σφιγκτήρας
clamp
σφιγμένος
clenched
σφικτά
tightly
σφιχτός
tight
σφουγγάρι
sponge
σφουγγάριζε
was sponging
σφουγγάρισμα του δαπέδου της κουζίνας
mopping the kitchen floor
σφουγγαρίστρα
mop
σφραγίδα
stamp
σφραγίδα
seal
σφυρί
hammer
σφυριά
hammers
σφύριγμα
whistle
σχέδια
plans
σχεδιάζει και οργανώνει ένα σύνθετο σύνολο αλληλεξαρτώμενων εργασιών με μεγαλύτερη διάρκεια
plans and organizes a complex set of interdependent tasks with a longer duration
σχεδιάζεις
you plan
σχεδιάζουμε
we plan
Σχεδιάζουμε να έχουμε ένα παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δείπνο.
We plan to have an old-fashioned Christmas dinner.
σχεδιάζουν
they plan
Σχεδιάζουν να έρθουν γύρω στις τέσσερις η ώρα.
They plan to come around four o’clock.
Σχεδιάζουν την ανάπλαση του δρόμου για τον επόμενο χρόνο.
They are planning the street’s redevelopment for next year.
Σχεδίασε το εξώφυλλο του περιοδικού.
She designed the magazine cover.
σχεδίαση
planning
σχεδιασμένο
designed