Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - μ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
μια ελεύθερη εργασία
a freelance job
μια έλλειψη
a shortage
μια εντελώς νέα ορμή
a whole new momentum
μια έξοδος
an exit
μια επαρχία
a province
μια επείγουσα ανθρωπιστική κρίση
an urgent humanitarian crisis
μια επίγεια επίθεση
a ground offensive
μια επισιτιστική κρίση
a food crisis
μια επιστήμη
a science
μια επιχορήγηση
a grant
μια εποχή
an era
μια έρευνα
a survey
μια έρευνα
an investigation
μια έρημος
a desert
μια ερώτηση
a question
μια εταιρεία
a company
μια ετήσια έκθεση
an annual report
μια ευλογία
a blessing
μια ζάχαρη
a sugar
μια ζούγκλα
a jungle
μια ζυγαριά
a scale
μια ζωή
a life
μια ηλεκτρική σκούπα
a vacuum cleaner
μια ηλικιωμένη γυναίκα
an old woman
μια ηλικιωμένη κυρία
an old lady
Μια ηχηρή σιωπή έπεσε.
A resounding silence fell.
μια θάλασσα
a sea
μια θεραπεία
a healing
μια θέση
a position
μια θέση μετάθεσης
a postposition
μια θετική στάση
a positive attitude
μια θεωρία
a theory
μια ικανότητα
an ability
μια ιστορική ήττα
a historic defeat
μια καθαρή θλίψη
a pure affliction
μία και μισή
half past one