Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Κοιμήθηκα ενώ έβλεπα τηλεόραση.
I fell asleep while I was watching TV.
Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο.
I slept like a log.
κοιμήθηκαν
they slept
Κοιμήθηκαν όλοι καλά;
Did everyone sleep well?
κοιμήθηκε
slept
Κοιμήσου καλά.
Sleep well.
κοιμισμένος
sleeping
κοιμισμένος
asleep
Κοιμόντουσαν.
They were sleeping.
κοινά σημεία
common ground
κοινό
in common
κοινό
public
Κοινοβούλιο
Parliament
κοινοποίηση
notification
κοινός
common
κοινότητα
community
κοινόχρηστο
shared
κοινωνία
society
κοινωνίες
communions
κοινωνίες και επιβεβαιώσεις
communions and confirmations
κοινωνικός
social
κοινωνικός λειτουργός
social worker
κοινωνιολογία
sociology
Κοίτα αλλού.
Look elsewhere.
Κοίτα εκείνο το κτίριο.
Look at that building.
Κοίτα! Σαν αυτό!
Look! Like this!
κοιτάζοντας
glancing
κοιτάζοντας
looking
κοιτάζοντας πίσω
looking back
κοιτάξαμε
we looked
κοίταξαν
they looked
κοίταξε
looked
κοίταξε επίμονα
stared
Κοίταξε πίσω της.
She looked behind.
Κοίταξε την εικόνα.
He looked at the picture.
Κοιτάξτε το εξώφυλλο.
Look at the cover.