Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
καταστροφικός
devastating
κατάστρωμα
deck
κατασχεμένο
confiscated
κατάσχεση
seizure
κατάταξη
ranking
Καταφέρατε να επικοινωνήσετε με τον Τομ;
Did you manage to get a hold of Tom?
καταφύγιο
shelter
καταφύγιο βομβών
bomb shelter
καταχρήσεις
abuses
κατάχρηση
abuse
καταψύκτης
freezer
Κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να κωπηλατήσουν το πλοίο στην ακτή, αλλά απέτυχαν.
They went to great lengths to row the ship ashore, but failed.
Κατέβηκαν αθόρυβα τις σκάλες, για να μην ξυπνήσουν κανέναν.
They shuffled quietly down the stairs, not to wake anyone.
κατέβηκε
got off
κατέθεσε
testified
κατειλημμένος
occupied
Κατέληξα στο νοσοκομείο χθες το βράδυ.
I ended up in hospital last night.
Κατέληξαν σε μια συμφωνία.
They came to an arrangement.
Κατέληξε σε κακή παρέα.
He ended up in bad company.
Κατέληξε στο ποτάμι.
He ended up in the river.
κατεργάρης
rascal
κατέρρευσε
collapsed
κατέρρευσε
she broke down
κατευθείαν
directly
κατευθυνόμενος
directed
κατήγορος
prosecutor
κατηγορούμενος
accused
κατηφορικός
downhill
κάτι
something
κάτι είναι σωστό
something is right
κάτι πολύ εύκολο
a piece of cake
κάτι τέτοιο
such a thing
Κάτι τέτοιο μόνο δυστυχία θα σου φέρει.
Such a thing will bring you only misery.
κατοικήσιμος
habitable
κατοικητικός
residential
κατοικία
dwelling