Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - κ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
καταπατητές
squatters
κατάπαυση του πυρός
ceasefire
κατάπιε
swallowed up
κατάπιε
swallowed
καταπίεση
oppression
καταπιστεύματα
trusts
κατάπληξη
consternation
κατάρα
curse
κατάρρευση πνεύμονα
collapsed lung
καταρρίπτω
fell
κατάρτι
mast
κατασκευασμένος
made
κατασκευαστής
manufacturer
κατασκευαστικό έργο
construction project
κατασκευές
constructions
κατασκευές προτάσεων
sentence constructions
κατασκευή
making
κατασκευή
construction
καταστάσεις λογαριασμού
account statements
κατάσταση
state
κατάσταση
situation
κατάσταση
condition
κατάστημα
store
κατάστημα
shop
κατάστημα εστίασης
catering shop
κατάστημα ποδηλάτων
bicycle shop
κατάστημα ρούχων
clothes shop
καταστήματα εστίασης
catering establishments
καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών
thrift stores
καταστηματάρχης
shopkeeper
καταστράφηκε από
destroyed
καταστροφές
disasters
καταστροφές και μελαγχολία
doom and gloom
καταστροφή
destruction
καταστροφή
ruin
καταστροφή
disaster