Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - η

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
ηθοποιός
actor
ηλεκτρική σκούπα
vacuum cleaner
ηλεκτρικό ξυράφι
electric razor
ηλεκτρικός
electric
ηλεκτρικός φράχτης
electric fence
ηλεκτρισμός
electricity
ηλεκτρονική
electronics
ηλεκτρονικό ενημερωτικό δελτίο
e-newsletter
ηλεκτρονικός
electronic
ηλεκτρονικός υπολογιστής
computer
ηλεκτροπληξία
electrocution
ηλιακά πάνελ
solar panels
ηλιακό φως
sunlight
ηλιακός
solar
ηλίθιοι
idiots
ηλίθιος
idiot
ηλίθιος
dunce
ηλίθιος
stupid
ηλικία
age
ηλικιωμένοι
older people
ηλικιωμένοι
old people
ηλικιωμένος
elderly
ηλιόλουστος
sunny
ήλιος
sun
Ήλιος της Πρωτοχρονιάς
New-year’s sun
ήλπιζε
hoped
ήμασταν
we were
Ήμασταν ερωτευμένοι.
We were in love.
Ήμασταν τόσο ενθουσιασμένοι που δεν μπορούσαμε να καθίσουμε ακίνητοι.
We were so excited that we couldn’t sit still.
ημέρα
day
Ημέρα Ανακωχής
Armistice Day
ημέρα γάμου
wedding day
Ημέρα της Αναλήψεως
Ascension Day
Ημέρα της Εργασίας
Labour Day
Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου
Valentine’s Day
Ημέρα των Αγίων Πάντων
All Saints’ Day