Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - α

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Αγόρασα αυτό το βιβλίο πριν από τρεις μέρες.
I bought this book three days ago.
Αγόρασα ένα καινούργιο κινητό τηλέφωνο.
I bought a new mobile phone.
Αγόρασα έναν υπολογιστή.
I bought a computer.
Αγόρασα στον Τομ ένα χοτ ντογκ.
I bought Tom a hot dog.
αγοράσαμε
we bought
αγόρασαν
they bought
Αγόρασε ένα κοτόπουλο.
She bought a chicken.
αγόρασε τον εαυτό του
bought himself
Αγόρασες ψωμί.
You bought bread.
αγορασμένος
bought
Αγοράστε το βιβλίο.
Buy the book.
αγορές
markets
αγόρι
boy
αγόρια
boys
αγόρια και κορίτσια
boys and girls
άγρια
fiercely
άγρια
wildly
άγριος
fierce
άγριος
wild
αγριότητα
fierceness
αγροικία
farmhut
αγρόκτημα
farm
αγροκτήματα
farms
αγρότες
farmers
αγροτική ζωή
rural life
αγροτικός
rustic
αγροτικός
rural
άγρυπνος
awake
άγρυπνος
sleepless
αγχώδης διαταραχή
anxiety disorder
αγχωμένος
stressed
αγωγός
conductor
αγώνας
match (diminutive)
αγώνες
matches
αγώνες
struggles
αγωνίζεται
struggling