Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
είδος
species
είδος
kind (type)
είδος μεξικάνικης τηγανίτας
tortilla
ειδυλλιακός
idyllic
ειδύλλιο
romance
εικασία
guessing
εικόνα
figure
εικόνα
picture
εικόνες
pictures
εικόνες
images
εικόνες θεών
images of gods
είκοσι
twenty (20)
είκοσι δύο
twenty-two (22)
είκοσι είκοσι τέσσερα
twenty twenty-four (2024)
είκοσι ένα
twenty-one (21)
είκοσι εννέα
twenty-nine (29)
είκοσι έξι
twenty-six (26)
είκοσι επτά
twenty-seven (27)
είκοσι οκτώ
twenty-eight (28)
είκοσι πέντε
twenty-five (25)
είκοσι τέσσερα
twenty-four (24)
είκοσι τρία
twenty-three (23)
είκοσι χιλιάδες
twenty thousand (20,000)
εικών
image
ειλικρινής
sincere
ειλικρινής
frank
Είμαι
I’m
είμαι
I am
Είμαι 19 ετών.
I am 19 years old.
Είμαι 25 χρονών.
I’m 25.
είμαι αηδιασμένος
am disgusted
Είμαι αηδιασμένος από τη στάση του.
I’m disgusted by his attitude.
Είμαι αηδιασμένος/η.
I’m disgusted.
Είμαι ακόμα ζωντανός.
I’m still alive.
Είμαι Αμερικανός πολίτης.
I am an American citizen.
Είμαι άνθρωπος.
I’m a human.