Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - T

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
to blow (long form) να φυσήξω
to blow out να σβήσω
to boast να καυχιέμαι
to book να κάνω κράτηση
to bore να βαρεθώ
to borrow να δανειστώ
to break να σπάσει
to breathe να αναπνεύσω
to breed να αναπαράγω
to bring να φέρω
to bring about να επιφέρει
to bring somebody along να φέρω κάποιον μαζί
to brush να βουρτσίζω
to brush your hair να βουρτσίζεις τα μαλλιά σου
to brush your teeth να βουρτσίζεις τα δόντια σου
to bully να εκφοβίζω
to burn να κάψει
to burst να σκάσει
to buy να αγοράσω
to buy a round of drinks να αγοράσω ένα γύρο ποτά
to call να καλέσω
to call oneself να αποκαλείς τον εαυτό σου
to calm down να ηρεμήσω
to camp να κατασκηνώσω
to cancel να ακυρώσω
to carry να κουβαλάω
to catch a cold να κρυώσω
to cause a lot of harm να προκαλέσει πολύ κακό
to celebrate να γιορτάσουμε
to charge να φορτίσω
to chase να κυνηγήσω
to chatter να φλυαρώ
to check να ελέγξω
to check out να ελέγξω
to cherish να λατρεύω
to clarify να διευκρινίσω