Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - T

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
to be able να είμαι σε θέση
to be ashamed να ντρέπεσαι
to be bored να βαριέμαι
to be born να γεννηθείς
to be broke να είσαι άφραγκος
to be built να κατασκευαστεί
to be carried out να πραγματοποιηθεί
to be crazy about να τρελαίνομαι για
to be curious να είσαι περίεργος
to be discouraged να αποθαρρύνομαι
to be good at να είσαι καλός στο
to be good for να είναι καλό για
to be guided να καθοδηγηθεί
to be happy with να είσαι ευχαριστημένος με
to be in a bad mood να είσαι σε κακή διάθεση
to be in a good mood να είμαι σε καλή διάθεση
to be in good health να είσαι καλά στην υγεία σου
to be in shape να είμαι σε φόρμα
to be in two minds να είμαι σε δύο μυαλά
to be located να εντοπιστεί
to be on a diet να κάνω δίαιτα
to be responsible for να είμαι υπεύθυνος για
to be retired να είμαι συνταξιούχος
to be scared of να φοβάσαι
to be unemployed να είσαι άνεργος
to be well off να είσαι καλά
to bear να αντέξω
to beat να νικήσω
to become να γίνει
to become delirious να παραληρώ
to behave να συμπεριφέρομαι
to believe να πιστέψω
to bend over να σκύψω
to besiege να πολιορκήσω
to bite να δαγκώσει
to blame να κατηγορήσω