Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - S

1 (3) 2 (2) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (487) G (322) H (817) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (258) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
sex offense σεξουαλικό αδίκημα
sexual σεξουαλικός
sexual comments σεξουαλικά σχόλια
sexual intercourse σεξουαλική επαφή
sexual touches σεξουαλικά αγγίγματα
sexuality σεξουαλικότητα
sexually σεξουαλικά
sexually unacceptable behaviour σεξουαλικά απαράδεκτη συμπεριφορά
shabby παλιός
shade σκιά
shakes κουνήματα
shaking κλονισμός
shaky επισφαλής
Shall we play together? Θα παίξουμε μαζί;
shampoo σαμπουάν
shape σχήμα
share μερίδιο
shared κοινόχρηστο
shark καρχαρίας
sharp αιχμηρός
shave ξύρισμα
shaved ξυρισμένος
shaver ξυριστική μηχανή
shaving foam αφρός ξυρίσματος
she (short form) αυτή
She acted in the play. Έπαιξε στο έργο.
She also reads books. Διαβάζει επίσης βιβλία.
She always tries to help others. Προσπαθεί πάντα να βοηθάει τους άλλους.
She aspired to a job as a journalist. Επιθυμούσε μια δουλειά ως δημοσιογράφος.
She attained everlasting fame through her work. Απέκτησε αιώνια φήμη χάρη στο έργο της.
She became a nurse. Έγινε νοσοκόμα.
She became a victim of blackmail. Έγινε θύμα εκβιασμού.
She beckoned the children. Έκανε νόημα στα παιδιά.
She began raving with anger. Άρχισε να κλαίει από θυμό.
She bit him. Τον δάγκωσε.
She bought a chicken. Αγόρασε ένα κοτόπουλο.