Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - S

1 (3) 2 (2) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (487) G (322) H (817) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (258) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
She is expecting a child. Περιμένει παιδί.
She is funny. Είναι αστεία.
She is no longer a nine-year-old Cinderella. Δεν είναι πια μια εννιάχρονη Σταχτοπούτα.
She is not in the room. Δεν είναι στο δωμάτιο.
She is not sure. Δεν είναι σίγουρη.
she is of Spanish descent, which is why she is so fat Είναι ισπανικής καταγωγής, γι’ αυτό και είναι τόσο χοντρή
She is quite ill. Είναι αρκετά άρρωστη.
She is right after all. Έχει δίκιο τελικά.
She is still a bit groggy. Είναι ακόμα λίγο ζαλισμένη.
She is tall. Είναι ψηλή.
She is the contact person for technical issues. Είναι η υπεύθυνη επικοινωνίας για τεχνικά ζητήματα.
She is the presumed winner of the debate. Είναι η υποτιθέμενη νικήτρια της συζήτησης.
She is unconscious. Είναι αναίσθητη.
She is used to staying up late. Έχει συνηθίσει να μένει ξύπνια μέχρι αργά.
She is very eager to learn. Είναι πολύ πρόθυμη να μάθει.
She jumped about in excitement. Πηδούσε από ενθουσιασμό.
She just left. Μόλις έφυγε.
She kissed him. Τον φίλησε.
She laid good eggs, and the woman loved her as if she had been her own child. Γεννούσε καλά αυγά και η γυναίκα την αγαπούσε σαν να ήταν δικό της παιδί.
She laughed in a derisive manner. Γέλασε με ειρωνικό ύφος.
She laughed mockingly. Γέλασε κοροϊδευτικά.
She learned a cut-and-paste shortcut. Έμαθε μια συντόμευση αποκοπής και επικόλλησης.
She learned it from her parents. Το έμαθε από τους γονείς της.
She likes him. Της αρέσει.
She lit another match. Άναψε άλλο ένα σπίρτο.
She lives in the United Kingdom. Ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
She lives in this village. Ζει σε αυτό το χωριό.
She looked behind. Κοίταξε πίσω της.
She looked excited. Φαινόταν ενθουσιασμένη.
She loves animals. Λατρεύει τα ζώα.
She lovingly stroked his beard. Χάιδεψε με αγάπη τα γένια του.
She made breakfast. Έφτιαξε πρωινό.
She made fun of my acne. Κοροϊδεύει την ακμή μου.
She moans at you. Σε γκρινιάζει.
She must be somewhere. Πρέπει να είναι κάπου.
She nodded, beaming. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας.