Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - L

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
little bit λίγο
little boy μικρό αγόρι
little girl κοριτσάκι
little hope for submarine Μικρή ελπίδα για υποβρύχιο
Little Match Girl Κοριτσάκι με τα σπίρτα
little pot μικρή γλάστρα
little rabbit μικρό κουνέλι
Little Red Riding Hood Κοκκινοσκουφίτσα
little squirrel μικρό σκίουρο
little squirrels μικρά σκίουροι
livable υποφερτός
live ζω
Live a little. Ζήσε λίγο.
Live while you can. Ζήσε όσο μπορείς.
lived έζησε
livelihood βιοπορισμός
lives ζωές
living room καθιστικό
lizard σαύρα
load φορτίο
loaded with oatmeal bowls, trays of baking herring, piles of toast and heaps of eggs with bacon γεμάτο με μπολ με βρώμη, δίσκους με ρέγγα, στοίβες από ψωμί του τοστ και στοίβες από αυγά με μπέικον
loan δάνειο
lobe λοβός
local τοπικός
local residents ντόπιοι κάτοικοι
locals ντόπιοι
locate εγκατάσταση
located βρίσκεται
location τοποθεσία
location description περιγραφή τοποθεσίας
lock κλειδαριά
Lock the door before you leave. Κλειδώστε την πόρτα πριν φύγετε.
locked up κλειδωμένο
locker ερμάριο
lockers θυρίδες
locksmith κλειδαράς