Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - L

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
likes μου αρέσει
lilly κρίνο
lily κρίνος
lily of the valley κρίνο της κοιλάδας
limes λάιμ
limit όριο
limited περιωρισμένος
limits όρια
limped κουτσός
line γραμμή
Line twelve only comes in half an hour, but line five should be here in three minutes. Η δώδεκα γραμμή έρχεται σε μισή ώρα, αλλά η πέμπτη γραμμή θα πρέπει να είναι εδώ σε τρία λεπτά.
Line twelve or line five? Γραμμή δώδεκα ή γραμμή πέντε;
lined επενδεδυμένος
linen λινό
lines γραμμές
linguistic γλωσσικός
linguistic term γλωσσικός όρος
linguistics γλωσσολογία
link σύνδεσμος
linked συνδεδεμένο
lion λιοντάρι
lioness λέαινα
lip χείλος
liquid υγρό
liquorice γλυκόρριζα
list λίστα
listen ακούω
Listen to the sentence. Ακούστε την πρόταση.
listen to you σε ακούω
listening ακούγοντας
lists κονίστρα
literal κατά γράμμα
literal breakdown κυριολεκτική ανάλυση
literature λογοτεχνία
little λίγο
little birds μικρά πουλιά