Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - F

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
forced or compulsory work αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία
forces δυνάμεις
forecast πρόβλεψη
forecasts προβλέψεις
forehead μέτωπο
foreign country ξένη χώρα
Foreign immigrants are not always treated with the same kindness. Οι ξένοι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται πάντα με την ίδια καλοσύνη.
foreign special forces ξένες ειδικές δυνάμεις
foreigner ξένος
foreigners ξένοι
foresee προβλέπω
foresees προβλέπει
foreskin ακροβυστία
forest δάσος
forest fire δασική πυρκαγιά
forestry δασοκομία
forests δάση
forever πάντα
forgery πλαστογραφία
forget ξεχνώ
Forget your trouble. Ξέχνα το πρόβλημά σου.
forgive συγχωρώ
forgive me συγχώρεσέ με
Forgive me, for I have sinned. Συγχώρεσέ με, γιατί αμάρτησα.
forgot ξέχασα
forgotten ξεχασμένος
form ( visible shape) μορφή
formal επίσημος
formats μορφές
formatted μορφοποιημένο
formed σχηματίστηκε
former πρώην
forms μορφές
formulas τύποι
fornication πορνεία
fort φρούριο