Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - F

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
Finland Φινλανδία
Finnish φινλανδικός
Finnish has no articles and no grammatical gender. Τα φινλανδικά δεν έχουν άρθρα και γραμματικό γένος.
fire φωτιά
fire brigade πυροσβεστική υπηρεσία
fire station πυροσβεστικός σταθμός
firearms πυροβόλα όπλα
firefighter πυροσβέστης
firefighters πυροσβέστες
firefighting πυρόσβεση
fires πυρκαγιές
firework πυροτέχνημα
firm εταιρεία
firmly σταθερά
first πρώτα
first aid πρώτες βοήθειες
First come, first served. Όποιος έρθει πρώτος, εξυπηρετείται πρώτος.
first gear πρώτη ταχύτητα
first name όνομα
first years πρώτα χρόνια
fiscal δημοσιονομικός
fish ψάρι
fisherman ψαράς
fishermen ψαράδες
fist γροθιά
fists γροθιές
fits κρίσεις
fitting προσαρμογή
five (5) πέντε
five hundred (500) πεντακόσια
five hundred and seven (507) πεντακόσια επτά
five students πέντε μαθητές
five to eight πέντε έως οκτώ
five to four πέντε παρά τέσσερις
fixed σταθερός
fixed prepositions σταθερές προθέσεις