Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - C

1 (3) 2 (2) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (487) G (322) H (817) I (1605) J (83) K (68) L (374) M (579) N (258) O (296) P (677) Q (29) R (425) S (1298) T (4862) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
comprehensive περιεκτικός
compromise συμβιβασμός
compulsory αναγκαστικός
computer ηλεκτρονικός υπολογιστής
computer program πρόγραμμα υπολογιστή
computer scientist επιστήμονας υπολογιστών
computers υπολογιστές
Computers have significantly changed the industrial landscape. Οι υπολογιστές έχουν αλλάξει σημαντικά το βιομηχανικό τοπίο.
concealed κρυμμένος
concealment απόκρυψη
conceit έπαρση
concentrate συγκεντρώνομαι
concentrations συγκεντρώσεις
concept έννοια
concern ανησυχία
concerned ενδιαφερόμενος
concerning σχετικά με
concerns ανησυχίες
concert συναυλία
concise συνοπτικός
conclusions συμπεράσματα
concrete σκυρόδεμα
condemn καταδικάζω
condemnation καταδίκη
condensed συμπυκνωμένο
condition κατάσταση
conditions συνθήκες
condom προφυλακτικό
conduct συμπεριφορά
conductor αγωγός
conference διάσκεψη
confess ομολογώ
confessed ομολόγησε
confessions εξομολογήσεις
confident βέβαιος
confidential εμπιστευτικός