Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - φ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
φοβισμένος
scared
φόβος
scare
φόβος
fear
Φοίνιξ
phoenix
φοιτητής
student
φοιτητική ταυτότητα
student ID card
φοιτητικό δάνειο
student loan
φοιτητόκοσμος
students
φονιάς
killer
φόνος
killing
φόντα
advantages
φόντο
background
φορά
time
Φοράει γυαλιά.
She wears glasses.
Φοράς γυαλιά;
Do you wear glasses?
Φοράς συχνά καπέλο;
Do you often wear a hat?
Φοράτε οδοντοστοιχίες;
Do you wear dentures?
Φοράω τα ασημένια κοσμήματά μου.
I am wearing my silver jewelry.
φόρεμα
dress
φορεμένος
worn
φορές
times
Φόρεσα δύο ζευγάρια παπούτσια τζόκινγκ πέρυσι.
I wore out two pairs of jogging shoes last year.
φορητοί υπολογιστές
laptops
φορητός
portable
φόρμα
tracksuit
φόρμα επικοινωνίας
contact form
φοροδιαφυγή
tax evasion
φόροι
taxes
φορολογικά αδικήματα
tax offenses
φορολογική δήλωση
tax return
φόρος
tax
φόρος ακίνητης περιουσίας
property tax
φόρος εισοδήματος
income tax
φόρος κληρονομιάς
inheritance tax
Φορούσα τζιν.
I had jeans on.
φορούσε
was wearing