Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - σ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
στάθμευση
parking
στάθμη νερού
water level
στάθμη νερού ύψους ενάμισι μέτρου
a water level of one and a half meters high
σταθμοί παραγωγής ενέργειας
power plants
σταθμός
station
σταθμός λεωφορείων
bus station
σταθμός φόρτισης
charging station
Στακτοπούτα
Cinderella
Σταμάτα με αυτές τις ανοησίες και πες μου την αλήθεια.
Stop with that nonsense and tell me the truth.
Σταμάτα να γκρινιάζεις και ξεκίνα.
Stop moaning and get going.
Σταμάτα να γκρινιάζεις.
Stop whining.
Σταμάτα να διαβάζεις.
Stop reading.
Σταμάτα να είσαι σκληρός.
Stop being cruel.
Σταμάτα να ψιθυρίζεις.
Stop whispering.
σταμάτα την
stop her
σταμάτα το
stop it
Σταμάτα! Κλέφτη!
Stop! Thief!
σταμάτησα
I stopped
σταμάτησε
stopped up
σταμάτησε
stopped
Σταμάτησε να μιλάει.
She stopped talking.
Σταματήστε να καταδικάζετε ο ένας τον άλλον.
Stop condemning each other.
στάσεις
stands
στάσεις
stops
στάση
stand
στάση
stop
στάση
attitude
στάση επίλυσης προβλημάτων
problem-solving attitude
στάση λεωφορείου
bus stop
στασιαστικός
rebellious
στατιστική
statistics
στατιστικός
statistical
σταυροδρόμι
crossroads
σταυρός
cross
σταυρός τιμής
cross of honour
σταφίδα
currant