Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - π

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
προκατειλημμένος
prejudiced
προκειμένου να
in order to
πρόκειται
gonna
προκλήσεις
challenges
προκλητικός
challenging
προκριματικές εκλογές κόμματος
primaries
προληπτικά
proactively
προληπτικός
proactive
προληπτικός
preventive
πρόληψη
prevention
πρόληψη διαρρήξεων σε σπίτια
home burglary prevention
προμήθεια
stores
προμήθειες
provisions
προμηθευτής
provider
προμηθευτός
affordable
προμηθεύω
provide
προνομιούχος
privileged
προνομιούχος
preferred
προξενείο
consulate
πρόοδος
progress
προορισμός
destination
προπαγάνδα
propaganda
προπονητής
coach
προς
towards
προς
toward
προς ενοικίαση
to rent
προς εξέταση
for consideration
προς ολοκλήρωση
to completion
προς τα εμπρός
forward
προς τα έξω
outwards
προς τα μέσα
inwards
προς τα πίσω
backwards
προς το
to the
προς το παρόν
for the time being
Προς το παρόν, μπορείτε να αλλάξετε την ιδιότητα μέλους σας μόνο μέσω της φόρμας επικοινωνίας ή στο κλαμπ.
At the moment you can only change your membership via the contact form or in the club.
προς το συμφέρον του λύκου
in the interest of the wolf