Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - π

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Πραγματικά δεν σκέφτηκε να παντρευτεί· μακάρι να μπορούσε να πάρει την άδεια να ξαπλώσει στα καλάμια και να πιει λίγο νερό από βάλτο.
It truly did not think to marry; if only it could get the permit to lie in the reeds and drink some swamp water.
Πραγματικά, το εννοώ.
Really, I mean it.
πραγματικός
virtual
πραγματικός
actual
πραγματικός
real
πραγματικότητα
reality
πραγματογνωμοσύνη
expertise
πρακτικά
minutes
πρακτικές
practices
πρακτικές προσλήψεων
recruitment practices
πρακτική
practice
πρακτική άσκηση
internship
πρακτικός
practical
πρακτικώς
virtually
πράξεις
deeds
πράξεις
acts
πράξη
act
πράξη
doing
πραξικόπημα
coup
πράσα
leeks
πράσινα λάιμ
green limes
πράσινα μάτια
green eyes
πράσινα μπιζέλια
green peas
πράσινα φύλλα
green leaves
πράσινες πιπεριές
green peppers
πράσινη σαλάτα
green salad
πράσινο γρασίδι
green grass
πράσινο δέντρο
green tree
πράσινο μαρούλι
green lettuce
πράσινο μπουκάλι
bottle green
πράσινο φως
green light
πράσινος
green
πράσο
leek
πρέζα
pinch
πρεμιέρα
premiere
πρέπει
must