Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - ν

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
να απαντήσω
to answer
να απεχθάνομαι
to detest
να απλοποιήσω
to simplify
να απογειωθεί
to take off
να αποδείξω
to prove
να αποδεχτώ
to accept
να αποζημιώσω
to reimburse
να αποθαρρύνομαι
to be discouraged
να αποθαρρύνω
to discourage
να αποκαλείς τον εαυτό σου
to call oneself
να αποκαλύψω
to reveal
να απομακρυνθώ
to move away
να απορρίψει
to reject
να αποσπά την προσοχή
to distract
να αποτρέψω
to prevent
να αποφασίσω
to decide
να αποφοιτήσω
to graduate
να αποφύγω
to avoid
να αποχωρήσω
to strike off
να αρραβωνιαστώ
to get engaged
να αρρωστήσω
to get sick
να ασκηθώ
to exercise
να αστειεύομαι
to joke
να ασφαλίσω
to secure
να αφαιρέσω
to remove
να βάζω μακιγιάζ
to put on makeup
να βάλω
to lay
να βάλω
to put
να βάλω στην άκρη
to put away
να βαρεθώ
to bore
να βαριέμαι
to be bored
να βασανίζω
to torture
να βγάλω έξω
to take out
να βγω έξω
to go out
να βελτιώσω
to improve
να βήχει
to cough