Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - δ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Δεν έχει επίγνωση της ομορφιάς της.
She’s unaware of her beauty.
Δεν έχει καθόλου ταλέντο.
She has no talent whatsoever.
Δεν έχει κανένα σεβασμό για την εξουσία.
He has no respect for authority.
Δεν έχει νόημα.
It makes no sense.
Δεν έχει παιδιά.
She has no children.
Δεν έχει σημασία να σε εκκολάψει πάπια, αρκεί να βγήκες από το αυγό ενός κύκνου!
It doesn’t matter to be hatched by a duck, as long as you came out of a swan’s egg!
Δεν έχει σημασία ποια ομάδα κερδίζει το παιχνίδι.
It doesn’t matter which team wins the game.
Δεν έχει σημασία.
It doesn’t matter.
δεν έχεις
have you not
Δεν έχεις άλλοθι για την ημέρα της δολοφονίας.
You’ve got no alibi for the day of the murder.
Δεν έχεις έστω και λίγη περιέργεια;
Aren’t you even a little curious?
Δεν έχεις μπει σε ένα ζεστό δωμάτιο και δεν έχεις μια παρέα από την οποία μπορείς να μάθεις κάτι;
Have you not come into a warm room and don’t you have a company from which you can learn something?
Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις, γι’ αυτό έχεις ανόητες φαντασιώσεις.
You have nothing else to do, therefore you have foolish fancies.
Δεν έχουμε κανέναν να μας βοηθήσει.
We have no one to help us.
Δεν έχουμε νερό.
We have no water.
Δεν έχουμε χρόνο για διαφωνίες.
We don’t have time to argue.
Δεν έχουν μήλο.
They don’t have an apple.
Δεν έχουν σπίτι.
They have no home.
Δεν έχω αγοράσει ποτέ κοσμήματα.
I’ve never bought jewellery.
Δεν έχω άδεια οδήγησης.
I don't have a driver's license.
Δεν έχω άλλες ερωτήσεις.
I have no remaining questions.
Δεν έχω αποφασίσει για ποια δουλειά να κάνω αίτηση.
I haven’t decided which job to apply for.
Δεν έχω αρκετά χρήματα για να αγοράσω το πιο πρόσφατο smartphone.
I don’t have enough money to buy the latest smartphone.
Δεν έχω αυτοκίνητο.
I don’t have a car.
Δεν έχω βιβλίο.
I don’t have a book.
Δεν έχω δει τον Ρικ από τότε που γύρισε από τη Νέα Ζηλανδία.
I haven’t seen Rick since he got back from New Zealand.
Δεν έχω δημοσιοποιήσει ποτέ τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.
I have never made my sexual orientation public.
δεν έχω ιδέα
no idea
Δεν έχω ιδέα.
I don’t have a clue.
Δεν έχω καθόλου χρήματα.
I don’t have any money.
Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα σημαντικό.
I’ve never done anything important.
Δεν έχω κάνει τίποτα κακό.
I haven’t done anything wrong.
Δεν έχω κάνει τίποτα λάθος.
I have’t done anything wrong.
Δεν έχω κλέψει ποτέ τίποτα.
I’ve never stolen anything.
Δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν όλο το βράδυ!
I haven’t slept almost all night!
Δεν έχω λάβει κάρτα.
I have not received a card.