Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - δ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
διασταύρωση δρόμου
street intersection
διαστέλλω
expand
διασφαλίζετε ότι τα προβλήματα και τα εμπόδια αντιμετωπίζονται στα κατάλληλα άτομα εκτός της ομάδας
you ensure that problems and obstacles are addressed to the right people outside the team
διάσωση
rescue
διάταξη σελίδας
page arrangement
διαταραγμένος
disturbed
διαταραχές
disorders
διαταραχές
disruptions
διαταραχή άγχους και κατάθλιψη
anxiety disorder and depression
διατηρεί
maintains
διατήρηση
keep
διατηρώ
preserve
διατηρώ
maintain
διάτρηση
piercing
διατροφή
diet
διαφανής
transparent
διαφέρω
differ
διαφημίσεις
ads
διαφήμιση
advertisement
διαφθορά
corruption
διαφορά
difference
διαφορές
disputes
διαφορές
differences
διαφορετικός
different
διάφοροι
several
διάφορος
various
διαφωνούσαν
they argued
Διαφωνώ.
I disagree.
διαχειρίζομαι
manage
διαχείριση
management
διαχείριση συγκρούσεων
conflict management
διαχείριση συνόρων
border management
διαχειριστής
administrator
διαχειριστής συστήματος
system administrator
διαχειριστικός
managerial
διδακτικός
instructive