Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - δ

1 (2) 2 (2) 3 (1) 8 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2283) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1013) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1844) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
δες το
see it
δεσμευμένος
committed
Δεσμεύομαι να είμαι ένας πρόεδρος που δεν επιδιώκει να διχάσει, αλλά να ενώσει.
I pledge to be a president who seeks not to divide, but to unify.
δεσμευόμαστε
we commit
δέσμευση
committing
δέσμευση
commitment
δεσμεύτηκα
I committed
δεσμευτικός
binding
δέσμη
bunch
δέσμη
beam
δεσμοφύλακας
jailer
δεσμοφύλακες
jailers
Δεσποινίδα
Miss
Δευτέρα
Monday
δευτερεύων
secondary
δευτερόλεπτα
seconds
δεύτερος
second (ordinal)
Δέχεστε αμερικανικά δολάρια;
Do you accept American dollars?
Δέχεστε βρετανικές λίρες;
Do you accept British pounds?
Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;
Do you take credit cards?
δέχομαι
I accept
δεχόμαστε
we accept
Δεχόμαστε επίθεση.
We’re under attack.
Δέχτηκε εκφοβισμό από τους φίλους του στο σχολείο.
He was bullied by his friends at school.
δηλαδή
i.e.
δηλητήρια
poisons
δηλητήρια βραδείας δράσης
slow-acting poisons
δηλητήριο
venom
δηλητήριο
poison
δηλητηριώδες φίδι
poisonous snake
δηλητηριώδης
poisonous
δηλωθείς
stated
δηλωμένος
declared
δηλώσεις
declarations
δηλώσεις
statements
δήλωση
declaration