Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
ενέργειες
actions
ενεργητικότης
zip
ενεργοποιείται
turns on
ενεργοποιημένο
turned on
ενεργός
active
ένευσε καταφατικά
nodded (3rd person plural)
ενήλικας
adult
ενήλικες
adults
ενήλικος
grown up
ενήμερος
aware
ενημερώσεις
updates
ενήργησε
acted
Ενήργησε καθαρά από προσωπικό συμφέρον.
He acted purely out of self-interest.
ενθάρρυνε
encouraged
ενθαρρύνω
encourage
ενθουσιασμός
enthusiasm
ενθουσιώδης
enthusiastic
ενισχυμένο σκυρόδερμα
reinforced concrete
ενισχυμένος
reinforced
Ένιωθα ασφαλής όταν ήταν μαζί μου.
I felt safe when he was with me.
Ένιωθα αυτοπεποίθηση.
I was feeling confident.
Ένιωθε καταθλιμμένη.
She felt depressed.
Ένιωθε λίγο τρέμουλο.
He felt a little shaky.
Ένιωθε χειρότερα από ποτέ.
He felt worse than ever.
ένιωσα
I felt
Ένιωσα εξαπατημένος/η.
I felt cheated.
Ένιωσα νευρικότητα στη σκηνή.
I got nervous on stage.
Ένιωσα πραγματικά άσχημα.
I felt really miserable.
Ένιωσα σαν καρδιακή προσβολή.
It felt like a heart attack.
Ένιωσα τον εαυτό μου να με τραβάει προς την άβυσσο.
I felt myself being pulled towards the abyss.
ένιωσαν
they felt
Ένιωσαν ότι τους φέρονταν με σεβασμό.
They felt treated respectfully.
Ένιωσε αμηχανία.
She felt embarrassed.
Ένιωσε κάπως απογοητευμένος από το αποτέλεσμα.
He felt somewhat disappointed by the outcome.
Ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν.
She felt her knees tremble.
εννέα
nine (9, formal)