Understand spoken Greek

Greek-English Dictionary - έ

1 (2) 2 (2) 3 (1) À (1) F (1) G (1) I (4) N (1) Α (1517) Β (253) Γ (386) Δ (829) Έ (2284) Ζ (76) Η (1341) Θ (440) Ί (108) Κ (1014) Λ (201) Μ (1140) Ν (780) Ξ (111) Ό (1724) Π (1660) Ρ (98) Σ (1026) Τ (1845) Υ (199) Φ (304) Χ (318) Ψ (60) Ώ (32)
Greek Recording English Learn
Είστε έτοιμοι;
Are you ready?
Είστε ευχαριστημένοι παιδιά;
Are you guys happy?
Είστε όλοι έτοιμοι;
Are you all ready?
Είστε όλοι μαζί, έτσι;
You are all together, right?
Είστε παντρεμένος/η και έχετε δύο παιδιά.
You’re married and have two children.
Είστε πραγματικά συγγενείς; Παιδιά, είστε πραγματικά συγγενείς;
Are you guys really related?
Είστε σίγουροι ότι θέλετε να συνεχίσετε;
Are you sure you want to continue?
Είστε υπέρ της πολιτικής τους;
Are you in favour of their policy?
Είστε υπέρ της πολιτικής τους;
Are you in favor of their policy?
είτε
either
είχα
I had
Είχα ένα σχοινί ρυμούλκησης στο αυτοκίνητο.
I had a tow rope in the car.
Είχα καλούς δασκάλους.
I had good teachers.
Είχα μια αγχωτική εβδομάδα.
I had a hectic week.
Είχα πολύ περισσότερη δουλειά παλιά.
I used to have a lot more work.
Είχα συνηθίσει τη ζέστη.
I was used to the heat.
είχαμε
we had
Είχαμε επίγνωση του τι συνέβαινε.
We were aware of what was going on.
Είχαμε στρείδια νωρίτερα.
We had oysters earlier.
είχαν
they had
Είχαν βγει έξω.
They had gone out.
Είχαν ήδη παντρευτεί.
They already got married.
είχε
had
είχε
had on
είχε δίκιο
was right
είχε ένα ανοιχτό παράθυρο
it had an open window
Είχε εφιάλτες.
He had nightmares.
Είχε εφιάλτες.
She had nightmares.
Είχε κόψει κοντά τα μαλλιά του.
He had his hair cut short.
Είχε μια ιδιαίτερη γοητεία με τα παλιά βιβλία.
She had a peculiar fascination with old books.
Είχε μια τρύπα στην κάλτσα του.
He had a hole in his sock.
Είχε μικρή εμπειρία, παρόλα αυτά, πήρε τη δουλειά.
She had little experience; nevertheless, she got the job.
Είχε πάει για ύπνο.
She had gone to bed.
είχε σημασία
mattered
Είχε το πιο θλιμμένο πρόσωπο που είχε δει ποτέ ο Χάρι.
She had the saddest face Harry had ever seen.
Είχε χωρίσει με τη γυναίκα του.
He had broken up with his wife.