Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - R

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
Rejection sucks. Η απόρριψη είναι χάλια.
rejections απορρίψεις
rejoiced χάρηκε
related συγγενεύων
related themes σχετικά θέματα
relation σχέση
relations συγγένειες
relationship σχέση
relative σχετικός
relative clause αναφορική πρόταση
relaxing χαλαρωτικό
release ελευθέρωση
released κυκλοφόρησε
releases κυκλοφορίες
reliability αξιοπιστία
reliable αξιόπιστος
relief ανακούφιση
religion θρησκεία
religions θρησκείες
religious θρησκευτικός
rely βασίζομαι
remain μένω
remained παρέμεινε
remaining παραμένων
remains λείψανα
remarkable αξιοσημείωτος
Rembrandt Ρέμπραντ
Rembrandt made a deposit of one quarter of the total price for his new home. Ο Ρέμπραντ κατέβαλε προκαταβολή ίση με το ένα τέταρτο της συνολικής τιμής για το νέο του σπίτι.
remedied διορθώθηκε
remedy θεραπεία
remember θυμάμαι
remembers θυμάται
remodel μεταποιώ
remote μακρινός
remote control τηλεχειριστήριο
removed αφαιρέθηκε