Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - P

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
primal scream αρχέγονη κραυγή
primaries προκριματικές εκλογές κόμματος
primary πρωταρχικός
primary school δημοτικό σχολείο
primary schools δημοτικά σχολεία
prime minister πρωθυπουργός
prince πρίγκιπας
princess πριγκίπισσα
princesses πριγκίπισσες
principle αρχή
principle of equality αρχή της ισότητας
printed έντυπος
printed matter έντυπα
printers εκτυπωτές
prints εκτυπώσεις
prior πριν
priority προτεραιότητα
prison φυλακή
prison guard assistant βοηθός δεσμοφύλακα
prison overcrowding υπερπληθυσμός φυλακών
prison sentence ποινή φυλάκισης
prison system σωφρονιστικό σύστημα
prisoner φυλακισμένος
prisoners κρατούμενοι
prisoners of war αιχμάλωτοι πολέμου
Prisoners of war have rights according to the treaty. Οι αιχμάλωτοι πολέμου έχουν δικαιώματα σύμφωνα με τη συνθήκη.
prisons φυλακές
private ιδιωτικός
private security guard ιδιωτικός φύλακας ασφαλείας
private stock ιδιωτική μετοχή
privileged προνομιούχος
prize βραβείο
proactive προληπτικός
proactively προληπτικά
proactively contribute to a positive and productive working environment συμβάλλοντας ενεργά σε ένα θετικό και παραγωγικό εργασιακό περιβάλλον
probably πιθανώς