Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - J

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
John sat brooding by the fire. Ο Γιάννης καθόταν συλλογισμένος δίπλα στη φωτιά.
John the Baptist Ιωάννης ο βαπτιστής
John works here. Ο Γιάννης εργάζεται εδώ.
John’s Ιωάννη
John’s hand is clean. Το χέρι του Γιάννη είναι καθαρό.
join ενώνω
joined εντάχθηκε
joint άρθρωση
joke αστείο
jokes αστεία
Jordan Ιορδανία
journalist δημοσιογράφος
journey ταξίδι
joy χαρά
Juan Χουάν
judge δικαστής
judgement κρίση
judges δικαστές
judgment κρίση
judgmental επικριτικός
judicial δικαστικός
judicial remedy δικαστική προσφυγή
jug κανάτα
juice χυμός
July Ιούλιος
jumped πήδηξε
jumper άλτης
jumping άλμα
June Ιούνιος
jungle ζούγκλα
Junko Τζούνκο
Junko still depends on her parents for her living expenses. Η Τζούνκο εξακολουθεί να εξαρτάται από τους γονείς της για τα έξοδα διαβίωσής της.
juries ένορκοι
jury ένορκοι
just μόλις
just a few hours before μόλις λίγες ώρες πριν