Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - I

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
I’m a baker. Είμαι αρτοποιός.
I’m a human. Είμαι άνθρωπος.
I’m a vegetarian. Είμαι χορτοφάγος.
I’m afraid he will never admit his guilt. Φοβάμαι ότι δεν θα παραδεχτεί ποτέ την ενοχή του.
I’m afraid I have to turn you down. Φοβάμαι ότι πρέπει να σε απορρίψω.
I’m afraid of owls. Φοβάμαι τις κουκουβάγιες.
I’m afraid that I don’t understand that. Φοβάμαι ότι δεν το καταλαβαίνω αυτό.
I’m against corruption. Είμαι κατά της διαφθοράς.
I’m behind him. Είμαι πίσω του.
I’m bored. Βαριέμαι.
I’m certainly not about to leave you behind. Σίγουρα δεν πρόκειται να σε αφήσω πίσω.
I’m chubby. (female speaker) Είμαι παχουλή.
I’m contemplating doing that. Το σκέφτομαι να το κάνω.
I’m cured. (female speaker) Είμαι θεραπευμένη.
I’m disgusted by his attitude. Είμαι αηδιασμένος από τη στάση του.
I’m disgusted. Είμαι αηδιασμένος/η.
I’m drawing a man. Ζωγραφίζω έναν άντρα.
I’m drooling. Μου τρέχουν τα σάλια.
I’m dropping out of school. Παρατάω το σχολείο.
I’m drowning! Πνίγομαι!
I’m eighteen. Είμαι δεκαοκτώ χρονών.
I’m expecting him. Τον περιμένω.
I’m fed up with your attitude. Έχω κουραστεί με τη στάση σου.
I’m finished. Τελείωσα.
I’m free now. Είμαι ελεύθερος τώρα.
I’m freezing. Παγώνω.
I’m getting a bit chubby again. Γίνομαι πάλι λίγο παχουλός.
I’m glad you invited me. Χαίρομαι που με προσκάλεσες.
I’m glad you weren’t there. Χαίρομαι που δεν ήσουν εκεί.
I’m going Πάω
I’m going shopping tomorrow. Θα πάω για ψώνια αύριο.
I’m going to attend the meeting. Θα παραστώ στη συνάντηση.
I’m going to Australia to work on a farm. Θα πάω στην Αυστραλία για να δουλέψω σε ένα αγρόκτημα.
I’m going to be late for work. Θα αργήσω στη δουλειά.
I’m going to call Tom later. Θα τηλεφωνήσω στον Τομ αργότερα.
I’m going to cut and paste some text. Θα κάνω αποκοπή και επικόλληση κειμένου.