Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - H

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
heavier βαρύτερος
heavily cloudy έντονη συννεφιά
heavy βαρύς
Hebrew Εβραϊκά
hectic πυρετώδης
hedge φράχτης
heel φτέρνα
heels τακούνια
height ύψος
heir κληρονόμος
heist ληστεία
held κρατήθηκε
held hostage κρατείται όμηρος
held on κράτησε
held over κρατήθηκε
hell κόλαση
hello Γεια σου
hello good γεια σου καλά
Hello, do you speak English? Γεια σας, μιλάτε αγγλικά;
Hello, madam, do you know when the bus is coming? Γεια σας, κυρία, ξέρετε πότε έρχεται το λεωφορείο;
helmet κράνος
help (noun) βοήθεια
Help Mary take her coat off. Βοήθησε τη Μαίρη να βγάλει το παλτό της.
help me Βοηθήστε με
help us βοηθήστε μας
help you να σε βοηθήσω
helped βοήθησε
helping βοήθεια
helps βοηθάει
hemorrhage αιμορραγία
hence όθεν
her αυτήν
her age η ηλικία της
her and him αυτή και αυτός
Her anger is completely justified. Ο θυμός της είναι απόλυτα δικαιολογημένος.
Her argument was clear and powerful. Το επιχείρημά της ήταν σαφές και δυνατό.