Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - B

1 (3) 2 (2) 8 (1) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (486) G (322) H (816) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (257) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
belt ζώνη
belt buckle αγκράφα ζώνης
Ben Μπεν
Ben learned to make a fire without matches. Ο Μπεν έμαθε να ανάβει φωτιά χωρίς σπίρτα.
bench παγκάκι
benchmark σημείο αναφοράς
bend down σκύβω
Bend your neck and say: Quack! Λύγισε τον λαιμό σου και πες: Κουακ!
bendable εύκαμπτος
beneficial ευεργετικός
beneficiary δικαιούχος
benefit όφελος
benefit us ωφελήστε μας
benefits οφέλη
benevolent καλοκάγαθος
bent his head over, and awaited nothing but the death. έσκυψε το κεφάλι του και δεν περίμενε τίποτα άλλο παρά τον θάνατο.
berry μούρο
berserk έξω φρενών
Bert Μπερτ
Bert walks up to a bus stop and sees another traveler standing there. Ο Μπερτ περπατάει προς μια στάση λεωφορείου και βλέπει έναν άλλο ταξιδιώτη να στέκεται εκεί.
beside δίπλα
besieges πολιορκεί
best (long form) καλύτερος
bet στοίχημα
better καλύτερα
Better a small boss than a big servant. Καλύτερα ένα μικρό αφεντικό παρά ένας μεγάλος υπηρέτης.
better safe than sorry καλύτερα να είσαι ασφαλής παρά να μετανιώνεις
between μεταξύ
between themselves μεταξύ τους
Beware of the dog! Προσοχή στον σκύλο!
Bible βίβλος
bicycle ποδήλατο
bicycle shop κατάστημα ποδηλάτων
bicycles ποδήλατα
big (long form) μεγάλος
bigger μεγαλύτερος