Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - A

2 (2) 8 (1) A (980) B (323) C (554) D (363) E (254) F (338) G (207) H (406) I (893) J (57) K (45) L (229) M (338) N (159) O (204) P (429) Q (21) R (253) S (779) T (3200) U (63) V (66) W (561) X (3) Y (211) Z (7)
English Greek Recording Learn
a little while λίγο καιρό
a livable life μια βιώσιμη ζωή
a living room ένα σαλόνι
a lizard μια σαύρα
a locker ένα ντουλάπι
a locksmith ένας κλειδαράς
a long coat with pinstripe ένα μακρύ παλτό με λεπτές ρίγες
a long history μια μακρά ιστορία
a long tail μια μακριά ουρά
a loose battery μια χαλαρή μπαταρία
a lot πολλά
a lot like each other πολύ μοιάζουν μεταξύ τους
a lot of πλήθος
a lot of dedication πολλή αφοσίωση
a lot of guts πολλά κότσια
A lot of kids wear jeans. Πολλά παιδιά φορούν τζιν.
a lot of nonsense πολλές ανοησίες
a love μια αγάπη
a lunatic ένας τρελός
a magic potion ένα μαγικό φίλτρο
a magnet ένας μαγνήτης
a major air raid μια μεγάλη αεροπορική επιδρομή
a male friend ένας άντρας φίλος
a malnourished vulture ένας υποσιτισμένος γύπας
a man ένας άντρας
a man and a woman ένας άντρας και μια γυναίκα
a man with leprosy ένας άντρας με λέπρα
a maple ένα σφένδαμο
a market μια αγορά
a mask μια μάσκα
a meal ένα γεύμα
a measly dwarf ένας άθλιος νάνος
a measuring stick ένα ραβδί μέτρησης
a message ένα μήνυμα
a metal detector ένας ανιχνευτής μετάλλων
a metal tube ένας μεταλλικός σωλήνας