Understand spoken Greek

English-Greek Dictionary - A

1 (3) 2 (2) A (1466) B (543) C (889) D (662) E (412) F (487) G (322) H (817) I (1605) J (83) K (69) L (374) M (579) N (258) O (296) P (677) Q (28) R (425) S (1298) T (4860) U (125) V (104) W (985) X (5) Y (373) Z (12)
English Greek Recording Learn
absurd παράλογος
abundant άφθονος
abuse κατάχρηση
abuser υβριστής
abuses καταχρήσεις
abyss άβυσσος
academic ακαδημαϊκός
academy ακαδημία
accelerate επιταχύνω
accelerated επιταχυνόμενος
accelerating επιταχύνοντας
accent προφορά
accentuated τονισμένος
accept each other αποδεχτείτε ο ένας τον άλλον
accept us αποδεχτείτε μας
acceptable δεκτός
access πρόσβαση
Access to supermarkets and other shops is limited. Η πρόσβαση σε σούπερ μάρκετ και άλλα καταστήματα είναι περιορισμένη.
accessible προσιτός
accessible technology προσβάσιμη τεχνολογία
accession ένταξη
accident ατύχημα
accidents ατυχήματα
accommodation κατάλυμα
accompanied συνοδευόμενος
accompany you σε συνοδεύω
according to σύμφωνα με
According to her, she was treated unacceptably by lawyers. Σύμφωνα με την ίδια, οι δικηγόροι της φέρθηκαν απαράδεκτα.
According to Tom, that’s not going to happen. Σύμφωνα με τον Τομ, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
account λογαριασμός
account statements καταστάσεις λογαριασμού
accountant λογιστής
accounting λογιστική
accounts λογαριασμοί
accumulated συσσωρευμένος
accumulation συσσώρευση